Καθώς το τέλος του Αυγούστου πλησιάζει, το αφιέρωμα του Guardian, με τον εύγλωττο τίτλο “Η Ταϊλάνδη της Ευρώπης – Ο τουρισμός αυξάνεται αλλά οι Έλληνες δεν μπορούν πλέον να κάνουν διακοπές“, αναδεικνύει το «χαμένο όνειρο» των καλοκαιρινών αποδράσεων για τους κατοίκους αυτής της χώρας, καθώς ένας στους δύο δεν έχει την οικονομική δυνάτοτητα…
Και με αφορμή το δημοσίευμα αυτό αναδημοσιεύουμε απόσπασμα του εξαιρετικού άρθρου του Νίκου Παπαδογιάννη από το newsletter του documentonews.gr
“Εγώ σε πανηγύρι με φασαίους δεν πηγαίνω ούτε αν με πληρώσουν έξτρα πριμ με δώρο τις ωτασπίδες. Είμαι αλλεργικός στην αθηνέζικη ανθρωπογεωγραφία που πλημμυρίζει κάθε Αύγουστο τα δύσμοιρα νησιά του Αιγαίου, μετατρέποντάς τα σε παραρτήματα του Μεταξουργείου, και έτι αλλεργικότερος στην αισχροκέρδεια, στην κοροϊδία και στον συνωστισμό. Συνολικά θεωρώ ότι το «ελληνικό καλοκαίρι» είναι η πλέον υπερτιμημένη οντότητα στο γνωστό σύμπαν, και με τις δύο έννοιες της μετοχής «υπερτιμημένος».
Προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αλλά πιστεύω ότι τα περί «ωραιότερης χώρας του κόσμου» τα λένε όσοι δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ εκτός Ελλάδας ή ταξιδεύουν φορώντας παρωπίδες. Οι αμμουδιές μας βρέχονται όντως από υπέροχη θάλασσα, αλλά ο συνδυασμός ξαπλώστρα + ομπρέλα + φασαρία + ακρίβεια + αυθαιρεσία + μπιτσόμπαρο + σκουπίδια + ταχύπλοα + στριμωξίδι + Έλληνας τις κάνει ανυπόφορες. Ιδίως στη φουλ σεζόν.
Όποιος νομίζει ότι βασιλεύει ανάλογο χάλι και στις παραλίες της Καραϊβικής ή της Νοτιοανατολικής Ασίας μάλλον δεν έχει πατήσει ποτέ σε άμμο άλλης χώρας. Ούτε καν της Ταϊλάνδης, την οποία οι απαίσιοι σεσημασμένοι ανθέλληνες του Guardian παραλληλίζουν με την ψωροκώσταινα.
Διάβασα τις προάλλες, νομίζω στην Καθημερινή, ότι οι δαπάνες των νεοελλήνων για ταξίδια στο εξωτερικό ξεπέρασαν για πρώτη φορά το χρήμα που ξοδεύτηκε για διακοπές εντός των ελληνικών τειχών. Είναι μια κάποια δικαίωση, για όσους επιμένουμε εδώ και δεκαετίες ότι η αναψυχή στην πανέμορφη πατρίδα μας είναι ένα πανάκριβο σπορ που τελικά δεν αξίζει τα (πάμπολλα για το βαλάντιο των Ελλήνων) λεφτά του.
Και δεν έχω καν ανοίξει συζήτηση για τις κατά τόπους μαφίες που λυμαίνονται τις «χρυσοφόρες» παραλίες μας. Άλλο πράγμα τα μπρατσάκια, άλλο τα μπράτσα.”